πλερωματικός

πλερωματικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που κάνει κάτι με πληρωμή, πληρωμένος, εξαγορασμένος, εξωνημένος («όλοι αυτοί που φωνάζουν ζήτω είναι πλερωματικοί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πληρωματικός — ή, ό και πλερωματικός, ή, ό / πληρωματικός, ή, όν, ΝΜ [πλήρωμα, ατος] νεοελλ. ο πληρωμένος, αυτός που κάνει κάτι επειδή τόν έχουν πληρώσει, τόν έχουν εξαγοράσει μσν. αυτός που συντελεί στην πληρότητα, στη συμπλήρωση, τελειοποιητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”